τορπιλοβλητικός

τορπιλοβλητικός
-ή, -ό
ο κατάλληλος να εκσφενδονίζει τορπίλες: Τορπιλοβλητικός σωλήνας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τορπιλ(λ)οβλητικός — ή, ό, Ν 1. κατάλληλος για την εκσφενδόνιση τορπιλών 2. φρ. «τορπιλοβλητικός σωλήνας» διάταξη από την οποία εκσφενδονίζονται οι τορπίλες, αλλ. τορπιλ(λ)οσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βλητικός (< βάλλω), πρβλ. υπο βλητικός. Η λ., στον τ.… …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)οσωλήνας — ο, Ν (στρ. ναυτ.) ο τορπιλοβλητικός σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + σωλήνας] …   Dictionary of Greek

  • τορπιλοσωλήνας — ο χαλύβδινος κυλινδρικός σωλήνας για την εκσφενδόνιση τορπίλης, τορπιλοβλητικός σωλήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”